altercado - ορισμός. Τι είναι το altercado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι altercado - ορισμός

SITUACIÓN EN QUE DOS O MÁS INDIVIDUOS CON INTERESES CONTRAPUESTOS ENTRAN EN CONFRONTACIÓN, OPOSICIÓN O EMPRENDEN ACCIONES MUTUAMENTE ANTAGONISTAS
Conflictos; Altercado

altercado         
altercado         
part. pas.
Participio de altercar.
sust. masc.
Altercación.
altercado         
altercado m. Acción de altercar. Altercación.

Βικιπαίδεια

Conflicto

El conflicto es una situación en la cual dos o más personas con intereses distintos entran en confrontación, oposición o emprenden acciones mutuamente antagonistas, con el objetivo de dañar, eliminar a la parte rival o arrebatarle poder de algún tipo en favor de la propia persona o grupo. Incluso cuando tal confrontación sea verbal, para lograr así la consecución de los objetivos que motivaron dicha confrontación.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για altercado
1. El último altercado se produjo ayer en el Gregorio Marañón.
2. Nunguna facción armada ha reivindicado todavía el altercado.
3. Causan algún altercado, aparece la policía y se lleva a comisaría a unos y otros.
4. En el altercado, un agente resultó herido en la cara, al recibir un portazo intencionado.
5. El altercado culminГі cuando los periodistas de Nine Network alertaron a la policГ­a.
Τι είναι altercado - ορισμός